- προσλαμβάνειν
- προσλαμβάνωtakepres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσλαμβάνω — ΝΜΑ, και προσλαβαίνω Ν 1. λαμβάνω επί πλέον, παίρνω, αποκτώ κάτι ακόμη 2. (σχετικά με πρόσ.) παίρνω κάποιον στην υπηρεσία μου ή παίρνω κάποιον ως βοηθό μου ή ως συνεργάτη (α. «τόν προσέλαβα ως γραμματέα μου» β. «μισθοφόρους τινὰς αὐτόθεν… … Dictionary of Greek